- θαμίζω
- θαμίζω (Α) [θαμά]1. συχνάζω, πηγαίνω σε κάποιο μέρος συχνά («διὸ δὴ... οὐ θαμίζω εἰς τούσδε τοὺς τόπους», Πλάτ.)2. είμαι συνηθισμένος σε κάτι («οὔτι κομιζόμενός γε θάμιζεν» — δεν είχε συνηθίσει στις περιποιήσεις, Ομ. Οδ.)3. ασχολούμαι συχνά με κάτι («μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών», Σοφ.)4. μένω διαρκώς κοντά σε κάποιον5. φρ. «διά τό θαμίζειν» — για χάρη τής επανάληψης.
Dictionary of Greek. 2013.